νυκτοφύλακας

νυκτοφύλακας
και νυχτοφύλακας, ο (Α νυκτοφύλαξ, -ακος)
αυτός που φρουρεί έναν χώρο κατά τη νύχτα
νεοελλ.
στρ. νοσοκόμος ο οποίος επιβλέπει τους ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια τής νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυκτοφύλακας — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπεκτζής — και μπεκτσής και μπιχτσής (Μ μπεκτζής) φύλακας, νυκτοφύλακας μιας ή και περισσότερων οδών σε πόλη νεοελλ. (ιδιωμ.) αγροφύλακας και δασοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekci] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοσκόπος — νυκτοσκόπος, ὁ (Μ) νυχτερινός σκοπός, νυκτοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. ονειρο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • νυκτούρος — νυκτοῡρος, ὁ (Α) (προσωνυμία τού πλανήτη Κρόνου) νυκτοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ουρος (< οὐρα), πρβλ. αρκτ ούρος] …   Dictionary of Greek

  • νυχτοφύλακας — ο (Α νυκτοφύλαξ, ακος) βλ. νυκτοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • τειχεώτης — και τειχιώτης, ὁ, Μ νυκτοφύλακας στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος, τείχεος + κατάλ. ώτης (πρβλ. ἡλικι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”